Την περασμένη Τετάρτη, βουλευτές της Χρυσής Αυγής εξαπέλυσαν σωρεία
ρατσιστικών επιθέσεων και χυδαίων ύβρεων κατά προσφύγων και μεταναστών,
του υπουργού Αμυνας και της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων, που
παρευρίσκοντο σε συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Αμυνας και Εξωτερικής
Πολιτικής. Ως πρόεδρος της Επιτροπής απάντησα στους αήθεις
χαρακτηρισμούς και τους ζήτησα να ανακαλέσουν.
Οταν αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την
αίθουσα για να συνεχίσει η
κρίσιμη κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση της Επιτροπής, την οποία
ενημέρωνε ο υπουργός για τις τελευταίες εξελίξεις στο προσφυγικό,
αναγκάστηκα να καλέσω τον φρούραρχο έπειτα από ομόφωνη απόφαση της
Επιτροπής και οι βουλευτές αποβλήθηκαν.
Ηταν μια δύσκολη στιγμή για έναν καινούργιο και άπειρο βουλευτή. Οι
κραυγές και οι βρισιές ήταν ακραίες, η φραστική επίθεση μετατρεπόταν σε
φυσική συμπλοκή, οι χρυσαυγίτες έδιναν την εντύπωση ατιμωρησίας. Δεν
πιστεύω βέβαια ότι η Βουλή είναι «ιερός» χώρος όπου οι βουλευτές πρέπει
να συμπεριφέρονται σαν σε εκκλησία ή σε κοντσέρτο κλασικής μουσικής.
Η κοινωνία διαπερνάται από ταξικές, ιδεολογικές και κλαδικές εντάσεις
και συγκρούσεις αναπόφευκτα εκφράζονται και στη Βουλή. Η εκφορά τους με
στεντόρεια φωνή, η δραματοποίησή τους με λεκτικές αντεγκλήσεις εισάγει
ένα θεατρικό στοιχείο και εκφράζει συναισθηματική φόρτιση, αγανάκτηση
και οργή, βαθύτατα ηθικές αντιδράσεις κατά Σπινόζα.
Οι φωνές και οι καβγάδες διακόπτουν τη συχνά βαρετή συζήτηση και τους
παράλληλους μονολόγους βουλευτών που επαναλαμβάνουν τις ενημερώσεις και
δελτία Τύπου των κομμάτων τους. Αλλά θα αφήσω για επόμενο άρθρο μου μια
εθνογραφία των αφελών πρώτων μου εντυπώσεων από την παράξενη φυλή των
βουλευτών.
Οι ρατσιστικές ύβρεις κατά προσφύγων και μεταναστών αποτελούν
συνδυασμό δύο χαρακτηρισμών που φαίνονται κατ’ αρχάς αντίθετοι: από τη
μια «λαθρομετανάστες» και «παράνομοι», από την άλλη «τουρίστες» με
«Φιλιππινέζες». Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε ότι οι μετανάστες
αντιμετωπίζονται ως κατώτεροι, ως «υπάνθρωποι» και ταυτόχρονα ως
ανώτεροι «τουρίστες» που διασκεδάζουν στη χώρα μας;
Η καταστροφή κοινωνικών υποδομών από τη λιτότητα και την ανεργία
οδηγεί αδήριτα στην άνοδο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας σ’ όλη την
Ευρώπη αλλά με διαφορετικές μορφές. Η υψηλή ανεργία στην Ισπανία δεν
οδήγησε σε άνοδο του φασισμού, ενώ η χαμηλότερη ανεργία στη Γαλλία
συμπίπτει με την άνοδο της Λεπέν.
Σε Ολλανδία, Γαλλία και Βρετανία, η Ακροδεξιά στοχοποιεί τους
μουσουλμάνους και την ισλαμική θρησκεία. Στην Ουγγαρία, όπου υπάρχει
μικρή μετανάστευση, τους Εβραίους, τους Ρομά και τους μετανάστες.
Κοινή παντού παραμένει η επιλογή ενός αδύναμου και ευάλωτου «άλλου»,
που παρουσιάζεται ως αιτία όλων των κακών και ως ο λόγος που πρέπει να
οργανωθούμε και να αντισταθούμε. Σε αντίθεση με παλαιότερες περιόδους,
όταν ο αντισημιτισμός ένωνε την Ακροδεξιά σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο
ρατσισμός και ο φασισμός των ημερών μας είναι «μεταμοντέρνοι»: έχουν
πληθώρα στόχων, που μεταβάλλονται διαρκώς.
Στη Βρετανία για παράδειγμα, το μοτίβο του αποδιοπομπαίου τράγου
μετακινήθηκε από τους μαύρους τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, στους
«ψευδο-πρόσφυγες» τη δεκαετία του ’90 και μετά στους «λαθρομετανάστες»
και τους μουσουλμάνους. Ο σύγχρονος ρατσισμός είναι δικτυωμένος,
οριζόντιος και ευκίνητος. Δίνει έμφαση κυρίως στην κοινή συμπεριφορά.
Ο Νορβηγός δολοφόνος Μπρέιβικ αποτελεί ακραία περίπτωση, αλλά οι
ασυνάρτητες θεωρίες του και οι ανατριχιαστικές δολοφονίες του
συμβολίζουν αυτό το πεδίο.
Αν στραφούμε στη ρατσιστική ιδεολογία, μπορούμε να ανιχνεύσουμε δύο
στρατηγικές με τη βοήθεια της ψυχανάλυσης. Η πρώτη αποτελεί ακραία
προσπάθεια «εκλογίκευσης» της κρίσης.
Βασισμένη σε μια παραμορφωμένη εκδοχή του nihil sine ratione (τίποτα
δεν υπάρχει χωρίς κάποιο λόγο) προσπαθεί να ανακαλύψει μια κοινή αιτία
για τα κακά που μας βρήκανε. Η υποχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, η
οικονομική δυσπραγία, η ανεργία, η πολιτική ανικανότητα, η κοινωνική
παρακμή, οι οικογενειακές δυσλειτουργίες, η αξιακή και ηθική υποβάθμιση
αλλά και προσωπικές αποτυχίες και ματαιώσεις έχουν όλα κοινή βάση.
Τα αίτια και τα συμπτώματα της κακοδαιμονίας είναι βέβαια ποικίλα και
συχνά άσχετα μεταξύ τους. Αλλά η στρατηγική της παράλογης
«εκλογίκευσης» ανακαλύπτει τον «άλλο», τον μετανάστη, πίσω από κάθε
πρόβλημα. Μια σατανική παρουσία είναι υπεύθυνη και συνδέει όλα όσα πάνε
στραβά. Ο «άλλος» λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος που συνέχει και
συνθέτει τα υπόλοιπα κομμάτια του παζλ, δημιουργώντας ένα πανόραμα
καταστροφής.
Η δεύτερη στρατηγική είναι ακριβώς αντίθετη. Στηρίζεται στην πίστη
ότι οι «άλλοι» μάς κλέβουν την απόλαυση, μας παίρνουν τις δουλειές, τα
κοινωνικά επιδόματα, τις γυναίκες. Η έλλειψη και η ψυχική δυσφορία που,
κατά Φρόιντ και Λακάν, χαρακτηρίζουν κάθε άνθρωπο είναι έργο κάποιων που
υφάρπαξαν την ευτυχία μας.
Ετσι, παρότι διώκονται και υποφέρουν, οι «άλλοι», οι μετανάστες, οι
έγχρωμοι, είναι εν τούτοις εύποροι, έχουν καλύτερη μουσική και φαγητό,
ισχυρές κοινότητες και καλό σεξ, αξιαγάπητα παιδιά και διασκέδαση, τα
πράγματα που «εμείς» έχουμε χάσει.
Αυτή είναι η ψυχαναλυτική ερμηνεία των προσφύγων που είναι «τουρίστες
με Φιλιππινέζες» κατά τους χρυσαυγίτες ή της «τεμπελιάς»,
«ανεπροκοπιάς» και «εύκολης ζωής» των Ελλήνων κατά τις γερμανικές
ακροδεξιές φυλλάδες.
Εδώ η μνησικακία και ο φθόνος είναι κυρίαρχα συναισθήματα όχι λόγω
της κατωτερότητας, αλλά λόγω της φαντασιακής υπεροχής των άλλων. Το
μίσος απέναντι στους «κατώτερους» είναι μια στρατηγική άμυνας και μια
συμπτωματική αντιστροφή του αισθήματος ότι «εμείς», οι γηγενείς και
καθαροί, είμαστε στην πραγματικότητα κατώτεροι.
Αλλά υπάρχει ένας επιπλέον παράγοντας ιδιαίτερα σημαντικός στην
απήχηση ρατσιστικών ιδεών. Νεαροί άνδρες νιώθουν αποξενωμένοι και
απειλούμενοι από την αβεβαιότητα, την έλλειψη ευκαιριών, μια ζωή στα
όρια. Η οικογένεια μεγαλώνει τα αγόρια, τους «πρίγκιπες» και
«κανακάρηδες», λέγοντας ότι ο κόσμος είναι δικός τους.
Αλλά οι νέες γυναίκες τα καταφέρνουν τώρα πια καλύτερα στις σπουδές
και οι παραδοσιακοί ρόλοι του «φύλου» στη δουλειά και στην οικογένεια
έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Μια αίσθηση ανεπάρκειας, ακόμη και ένα μίσος
προς τον ίδιο τον εαυτό, βρίσκει εκτόνωση σε βίαιες ταινίες και
φαντασιώσεις, σε φονικά ηλεκτρονικά και διαδικτυακά παιχνίδια.
Αυτή ακριβώς την εύθραυστη ταυτότητα εκμεταλλεύονται οι ακροδεξιές
οργανώσεις. Πολλοί νέοι που ακολουθούν τη Χρυσή Αυγή δεν είναι φασίστες ή
ακραίοι εθνικιστές, δεν ξέρουν για τον ναζισμό, την Κατοχή και την
Αντίσταση.
Η Χρυσή Αυγή προσφέρει στους νέους μια κοινότητα ρητορικά και
ενεργητικά βίαιων ανδρών με αναγνωρίσιμους στόχους. Ετσι, η ενδημική
αίσθηση αποτυχίας κρύβεται πίσω από τη «συντροφική αγωνιστικότητα» και
τις επιθέσεις εναντίον ανθρώπων που ως κατώτεροι αξίζουν περιφρόνηση
αλλά ως ανώτεροι είναι άξιοι φθονερού μίσους.
Η παραβατική κινηματογράφηση του επεισοδίου στη Βουλή και η προβολή
του από τα ΜΜΕ υποστηρίζουν τέτοιες υποκουλτούρες ατομικής απογοήτευσης
και πολιτισμικού αδιέξοδου.
Η υφέρπουσα κοινωνική βία, που εμφανιζόταν στο παρελθόν με την
εγκληματικότητα, τον χουλιγκανισμό και μονήρεις φαντασιώσεις, βρίσκει
ένα προβεβλημένο κοινοβουλευτικό ένδυμα. Ετσι ενώνονται οι
«παραδοσιακοί» φασίστες και οι λάτρεις της βίας, που μπορεί να μην έχουν
καμία ιδεολογία. Ελπίζω ότι μετά την περασμένη εβδομάδα δεν θα
συνεχιστεί η ανοχή σε τέτοια φαινόμενα.
* Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητής Πολιτικής και Νομικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.