Του Δημήτρη Γιατζόγλου από την ΑΥΓΗ
Πριν από 24 χρόνια, 9 Νοεμβρίου του 1989, η πτώση του τείχους στο Βερολίνο συγκλόνιζε τον κόσμο και σημάδευε ανεξίτηλα την Αριστερά, συμβολοποιώντας μια ήττα ιστορικής κλίμακας προαναγγέλλοντας τις σαρωτικές αλλαγές που ακολούθησαν.
Η πτώση μάς σφράγισε όλους. Και τη δική μας Αριστερά, που από τη δεκαετία του '60 επιχειρούσε να απαλλαγεί από την ταύτιση με τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ανιχνεύοντας τη δυνατότητα ανανέωσης του σοσιαλιστικού προτάγματος και ενός διαφορετικού δρόμου υπέρβασης του καπιταλισμού. Περισσότερο ίσως από την άλλη, που έσπευδε να οχυρωθεί πίσω απ' το «εμείς τα λέγαμε», δηλώνοντας μάλλον την ανακούφισή της˙ ή από εκείνη που εξακολουθούσε να τρέφεται από τη μακάρια πίστη στη δικαίωση της ιστορικής νομοτέλειας.
Δεν ήταν μόνο η οδύνη της ήττας και η καταθλιπτική αίσθηση του τέλους ενός ιστορικού κύκλου, που έκλεινε μέσα σε ερείπια ελπίδων και βεβαιοτήτων, αυτό που βιώναμε. Ήταν ταυτόχρονα η απώλεια προσανατολισμού, μέσα σ' ένα περιβάλλον που άλλαζε με φρενήρεις ρυθμούς, η αμηχανία και η ανημπόρια μπροστά στη θριαμβευτική επέλαση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα, το άγχος της κατανόησης και της ανανέωσης των ερμηνειών. Ήταν, εν τέλει, όλα αυτά μαζί, που συνυφαίνονταν και παρόξυναν την κρίση των αριστερών ταυτοτήτων, όλων χωρίς εξαίρεση - κομμουνιστικών, σοσιαλδημοκρατικών, ακροαριστερών.
Έκτοτε και μέχρι σήμερα, πολλά ειπώθηκαν και γράφτηκαν για εκείνα τα γεγονότα που μας συγκλόνισαν και για τις συνέπειές τους. Η Αριστερά αναστοχάστηκε και αναμοχλεύτηκε, διασπάστηκε και μεταμορφώθηκε, επιχείρησε να ανασυνταχθεί. Και ως προς την ανασύνταξη προτάθηκαν διαφορετικοί δρόμοι, που οδήγησαν σε νέες διαιρετικές τομές. Μιλώ για το δικό μας καταγωγικό ρεύμα της ανανεωτικής, ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς που όφειλε (και ενδεχομένως θα μπορούσε) «να αναλάβει την ευθύνη διαχείρισης του ιστορικού κενού», εμμένοντας στις αξιακές και θεωρητικές καταβολές της. Δεν τα καταφέραμε - συνολικά και συνεκτικά.
Ένα τμήμα αφομοιώθηκε σταδιακά σ' έναν ξεθυμασμένο σοσιαλδημοκρατισμό. Εξέλαβε τη χειραφέτηση από τα στερεότυπα του «μαρξισμού - λενινισμού» ως ριζική άρνηση ιδεών, εννοιών και προταγμάτων, χωρίς τα οποία η Αριστερά αυτοκαταργείται. Προσχώρησε στην αντίληψη ότι ένα διπολικό σχήμα «Κεντροδεξιάς» - "Κεντροαριστεράς", στο οποίο ο ριζοσπαστισμός της Αριστεράς είναι βαρίδι και περιττή πολυτέλεια, μπορεί να απορροφήσει το σύνολο των αντιθέσεων μιας κοινωνίας. Επέλεξε τη φυγή στο ιδεολογικό πεδίο ενός ρηχού εκσυγχρονισμού και στο πολιτικό πεδίο ενός «μετρημένου» (δηλαδή ασπόνδυλου και ανώδυνου) μεταρρυθμισμού. Συντάχθηκε -άμεσα η έμμεσα- με τη θεωρία και την πρακτική της άρνησης των διακρίσεων Αριστεράς - Δεξιάς, θεωρώντας τες ένα αναχρονιστικό κατάλοιπο που βραχυκυκλώνει τη «δημοκρατία των συναινέσεων».
Ένα άλλο τμήμα, αυτό που κατά κύριο λόγο εκφράζεται σήμερα από τον ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξε τη ανασυγκρότηση της αριστερής ταυτότητας με ραχοκοκαλιά ένα νέο ριζοσπαστισμό. Τα πράγματα δεν ήταν και δεν είναι εύκολα και εδώ. Πολλές φορές ο ριζοσπαστισμός αυτός μοιάζει να νοσταλγεί έναν αρχαϊκό επαναστατικό λόγο. Άλλες φορές υποκύπτει σ' έναν εύκολο αναγωγισμό της ιδεολογίας και της πολιτικής στην ταξικότητα. Αδυνατεί να «μεταφραστεί» σ' ένα ηγεμονικό και ενοποιητικό πολιτικό πρόγραμμα. Οδηγεί στην αμυντική περιχαράκωση, υποτιμώντας την αξία και την αποτελεσματικότητα μιας κουλτούρας διαλόγου. Εντούτοις το εγχείρημα αυτό παραμένει το μοναδικό πεδίο πολιτικής αναγέννησης της Αριστεράς και επαναθεμελίωσης μιας κριτικής θεωρίας του υπάρχοντος.
Μας αρκεί αυτό; Η επέτειος της πτώσης έρχεται να μας υπενθυμίσει πως όχι. Διότι το 1989 δεν κατέρρευσαν μόνο τα πεντάχρονα πλάνα, ο μονοκομματικός ολοκληρωτισμός, η σταλινική τρομοκρατία. Κατέρρευσε μαζί και ένας τρόπος να σκεφτόμαστε το μέλλον και να το προδιαγράφουμε μέσω της πολιτικής πράξης. Δηλαδή η ιδέα του σοσιαλισμού.
Ορισμένοι βεβαίως αισθάνονται απαλλαγμένοι από ένα φορτίο, μια διανοητική όχληση. Διότι, αν η αναφορά στον σοσιαλισμό παραπέμπει σε μια παρωχημένη ολιστική θεωρία της ιστορικής κίνησης, στην οποία μάλιστα κατοικοεδρεύει ένας λανθάνων αντιδημοκρατικός ολοκληρωτισμός, τότε το «μεταρρυθμιστικό σχέδιο» είναι απλούστερο και επιτρέπει συγκλίσεις: εξανθρωπισμός του καπιταλισμού από τις ακρότητες της αγοράς, «ισότητα ευκαιριών», φιλελεύθερη δημοκρατία χωρίς περιττές ιδεολογικές συγκρούσεις.
Για μας όμως, η αδυναμία να σκεφτούμε το «πέραν» και το «μετά» του καπιταλισμού (να το σκεφτούμε και να μιλήσουμε με όρους πολιτικού σχεδίου και όχι ως τελετουργική αναφορά) συνιστά ένα σοβαρό πολιτικό έλλειμμα και ένα κενό ταυτότητας. Και το έλλειμμα αυτό δεν αφορά μόνο το μέλλον. Μας εμποδίζει να σκεφτούμε και να δράσουμε συνεκτικά μέσα στο παρόν της κρίσης. Υποβιβάζει τον στρατηγικό σκοπό σε αφηρημένο ηθικό ιδανικό, αποκομμένο από τις υπαρκτές υλικές προϋποθέσεις του. Δεν επιτρέπει να οικοδομήσουμε τις αναγκαίες, ισχυρές συναισθηματικές ταυτίσεις με τις υποτελείς τάξεις.
Με το έλλειμμα αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να αναμετρηθούμε άμεσα. Να μιλήσουμε ανοιχτά, σπάζοντας αυτή την αμηχανία της αποσιώπησης, η οποία αίρεται μόνο στα πανηγυρικά, συνεδριακά σώματα, ως συμβατική ομολογία πίστης. Να συνομιλήσουμε με την κοινωνία και τους πολίτες για τις δυσκολίες και τις ιστορικές διαψεύσεις μας, αναζητώντας τους τρόπους συνάρθρωσης των σημερινών αγώνων με τον στρατηγικό στόχο. Να υποκινήσουμε προβληματισμούς και αναζητήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μεταξύ κομμάτων, κοινωνικών κινημάτων, συνδικάτων.
Μήπως αυτό συνιστά έναν ιδεολογικό βολονταρισμό που μας αποσπά από το επείγον της συγκυρίας; Είναι πιθανό. Αλλά εξίσου πιθανό είναι, ότι χωρίς αυτόν, η Αριστερά κινδυνεύει να βυθιστεί και πάλι στη σιωπή της Ιστορίας. Όπως το 1989.
Η πτώση μάς σφράγισε όλους. Και τη δική μας Αριστερά, που από τη δεκαετία του '60 επιχειρούσε να απαλλαγεί από την ταύτιση με τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ανιχνεύοντας τη δυνατότητα ανανέωσης του σοσιαλιστικού προτάγματος και ενός διαφορετικού δρόμου υπέρβασης του καπιταλισμού. Περισσότερο ίσως από την άλλη, που έσπευδε να οχυρωθεί πίσω απ' το «εμείς τα λέγαμε», δηλώνοντας μάλλον την ανακούφισή της˙ ή από εκείνη που εξακολουθούσε να τρέφεται από τη μακάρια πίστη στη δικαίωση της ιστορικής νομοτέλειας.
Δεν ήταν μόνο η οδύνη της ήττας και η καταθλιπτική αίσθηση του τέλους ενός ιστορικού κύκλου, που έκλεινε μέσα σε ερείπια ελπίδων και βεβαιοτήτων, αυτό που βιώναμε. Ήταν ταυτόχρονα η απώλεια προσανατολισμού, μέσα σ' ένα περιβάλλον που άλλαζε με φρενήρεις ρυθμούς, η αμηχανία και η ανημπόρια μπροστά στη θριαμβευτική επέλαση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα, το άγχος της κατανόησης και της ανανέωσης των ερμηνειών. Ήταν, εν τέλει, όλα αυτά μαζί, που συνυφαίνονταν και παρόξυναν την κρίση των αριστερών ταυτοτήτων, όλων χωρίς εξαίρεση - κομμουνιστικών, σοσιαλδημοκρατικών, ακροαριστερών.
Έκτοτε και μέχρι σήμερα, πολλά ειπώθηκαν και γράφτηκαν για εκείνα τα γεγονότα που μας συγκλόνισαν και για τις συνέπειές τους. Η Αριστερά αναστοχάστηκε και αναμοχλεύτηκε, διασπάστηκε και μεταμορφώθηκε, επιχείρησε να ανασυνταχθεί. Και ως προς την ανασύνταξη προτάθηκαν διαφορετικοί δρόμοι, που οδήγησαν σε νέες διαιρετικές τομές. Μιλώ για το δικό μας καταγωγικό ρεύμα της ανανεωτικής, ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς που όφειλε (και ενδεχομένως θα μπορούσε) «να αναλάβει την ευθύνη διαχείρισης του ιστορικού κενού», εμμένοντας στις αξιακές και θεωρητικές καταβολές της. Δεν τα καταφέραμε - συνολικά και συνεκτικά.
Ένα τμήμα αφομοιώθηκε σταδιακά σ' έναν ξεθυμασμένο σοσιαλδημοκρατισμό. Εξέλαβε τη χειραφέτηση από τα στερεότυπα του «μαρξισμού - λενινισμού» ως ριζική άρνηση ιδεών, εννοιών και προταγμάτων, χωρίς τα οποία η Αριστερά αυτοκαταργείται. Προσχώρησε στην αντίληψη ότι ένα διπολικό σχήμα «Κεντροδεξιάς» - "Κεντροαριστεράς", στο οποίο ο ριζοσπαστισμός της Αριστεράς είναι βαρίδι και περιττή πολυτέλεια, μπορεί να απορροφήσει το σύνολο των αντιθέσεων μιας κοινωνίας. Επέλεξε τη φυγή στο ιδεολογικό πεδίο ενός ρηχού εκσυγχρονισμού και στο πολιτικό πεδίο ενός «μετρημένου» (δηλαδή ασπόνδυλου και ανώδυνου) μεταρρυθμισμού. Συντάχθηκε -άμεσα η έμμεσα- με τη θεωρία και την πρακτική της άρνησης των διακρίσεων Αριστεράς - Δεξιάς, θεωρώντας τες ένα αναχρονιστικό κατάλοιπο που βραχυκυκλώνει τη «δημοκρατία των συναινέσεων».
Ένα άλλο τμήμα, αυτό που κατά κύριο λόγο εκφράζεται σήμερα από τον ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξε τη ανασυγκρότηση της αριστερής ταυτότητας με ραχοκοκαλιά ένα νέο ριζοσπαστισμό. Τα πράγματα δεν ήταν και δεν είναι εύκολα και εδώ. Πολλές φορές ο ριζοσπαστισμός αυτός μοιάζει να νοσταλγεί έναν αρχαϊκό επαναστατικό λόγο. Άλλες φορές υποκύπτει σ' έναν εύκολο αναγωγισμό της ιδεολογίας και της πολιτικής στην ταξικότητα. Αδυνατεί να «μεταφραστεί» σ' ένα ηγεμονικό και ενοποιητικό πολιτικό πρόγραμμα. Οδηγεί στην αμυντική περιχαράκωση, υποτιμώντας την αξία και την αποτελεσματικότητα μιας κουλτούρας διαλόγου. Εντούτοις το εγχείρημα αυτό παραμένει το μοναδικό πεδίο πολιτικής αναγέννησης της Αριστεράς και επαναθεμελίωσης μιας κριτικής θεωρίας του υπάρχοντος.
Μας αρκεί αυτό; Η επέτειος της πτώσης έρχεται να μας υπενθυμίσει πως όχι. Διότι το 1989 δεν κατέρρευσαν μόνο τα πεντάχρονα πλάνα, ο μονοκομματικός ολοκληρωτισμός, η σταλινική τρομοκρατία. Κατέρρευσε μαζί και ένας τρόπος να σκεφτόμαστε το μέλλον και να το προδιαγράφουμε μέσω της πολιτικής πράξης. Δηλαδή η ιδέα του σοσιαλισμού.
Ορισμένοι βεβαίως αισθάνονται απαλλαγμένοι από ένα φορτίο, μια διανοητική όχληση. Διότι, αν η αναφορά στον σοσιαλισμό παραπέμπει σε μια παρωχημένη ολιστική θεωρία της ιστορικής κίνησης, στην οποία μάλιστα κατοικοεδρεύει ένας λανθάνων αντιδημοκρατικός ολοκληρωτισμός, τότε το «μεταρρυθμιστικό σχέδιο» είναι απλούστερο και επιτρέπει συγκλίσεις: εξανθρωπισμός του καπιταλισμού από τις ακρότητες της αγοράς, «ισότητα ευκαιριών», φιλελεύθερη δημοκρατία χωρίς περιττές ιδεολογικές συγκρούσεις.
Για μας όμως, η αδυναμία να σκεφτούμε το «πέραν» και το «μετά» του καπιταλισμού (να το σκεφτούμε και να μιλήσουμε με όρους πολιτικού σχεδίου και όχι ως τελετουργική αναφορά) συνιστά ένα σοβαρό πολιτικό έλλειμμα και ένα κενό ταυτότητας. Και το έλλειμμα αυτό δεν αφορά μόνο το μέλλον. Μας εμποδίζει να σκεφτούμε και να δράσουμε συνεκτικά μέσα στο παρόν της κρίσης. Υποβιβάζει τον στρατηγικό σκοπό σε αφηρημένο ηθικό ιδανικό, αποκομμένο από τις υπαρκτές υλικές προϋποθέσεις του. Δεν επιτρέπει να οικοδομήσουμε τις αναγκαίες, ισχυρές συναισθηματικές ταυτίσεις με τις υποτελείς τάξεις.
Με το έλλειμμα αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να αναμετρηθούμε άμεσα. Να μιλήσουμε ανοιχτά, σπάζοντας αυτή την αμηχανία της αποσιώπησης, η οποία αίρεται μόνο στα πανηγυρικά, συνεδριακά σώματα, ως συμβατική ομολογία πίστης. Να συνομιλήσουμε με την κοινωνία και τους πολίτες για τις δυσκολίες και τις ιστορικές διαψεύσεις μας, αναζητώντας τους τρόπους συνάρθρωσης των σημερινών αγώνων με τον στρατηγικό στόχο. Να υποκινήσουμε προβληματισμούς και αναζητήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μεταξύ κομμάτων, κοινωνικών κινημάτων, συνδικάτων.
Μήπως αυτό συνιστά έναν ιδεολογικό βολονταρισμό που μας αποσπά από το επείγον της συγκυρίας; Είναι πιθανό. Αλλά εξίσου πιθανό είναι, ότι χωρίς αυτόν, η Αριστερά κινδυνεύει να βυθιστεί και πάλι στη σιωπή της Ιστορίας. Όπως το 1989.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.